Σταυρανθή

Σταυρανθή
(Cruciferae). Οικογένεια ποωδών φυτών της τάξης των ροιαδωδών (δικοτυλήδονα). Χαρακτηρίζονται από τα άνθη τους, που έχουν τέσσερα ελεύθερα πέταλα, όμοια ή ελαφρά ανόμοια μεταξύ τους σε σταυροειδή διάταξη. Έχουν επίσης τέσσερα σέπαλα, έξι στήμονες, από τους οποίους οι δύο πιο κοντοί, ένα μόνο ύπερο με κοντό στύλο και δύο στίγματα. Η ωοθήκη είναι δίχωρη, χωρισμένη δηλ. με ένα διάφραγμα, και περιέχει πολυάριθμες σπερμοβλάστες. Τα φύλλα τους δεν έχουν παράφυλλα και η ρίζα τους είναι συχνά εξογκωμένη και κονδυλόμορφη. Πολυάριθμα είδη έχουν τμήματα εδώδιμα, όπως το λάχανο (βρασσική η λαχανώδης) με πολυάριθμες ποικιλίες, το κουνουπίδι (βρασσική η βοτρύτις), η ράπα ή ραίβα (βρασσική η νάπος), το ραπανάκι (ράφανος ο εδώδιμος), ή έχουν σπέρματα ελαιοφόρα όπως η ελαιοκράμβη (βρασσική η νάπος). Πολλά χρησιμοποιούνται ως αρωματικά όπως π.χ. οι ρίζες του φυτού κοχλιαρίδα η αρμορακϊα και τα σπέρματα του σιναπιού (σίναπις η μελανή). Δε λείπουν και τα είδη με διακοσμητικά άνθη, όπως πολλά που ανήκουν στα γένη: χείρανθος, ματθιόλη, αραβίδα, εσπερίδα, άλυσσο και ιβερίδα. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει πάρα πολλά άγρια σταυρανθή, όπως η εροόκη, το σισύμβριο, το vaστούρτιο, το ράπιστρο, η δράβα, ο κορωνόπους, το λεπίδι, η λουναρία κ.ά. Από τα ζιζάνια, πολύ κοινό στην Ελλάδα είναι η καψέλλα η ποιμενοσακκοειδής, που έχει χαρακτηριστικούς τριγωνικούς καρπούς, και ονομάζεται και αγριοκαρδαμούδα. O χείρανθος είναι διακοσμητικό φυτό με ωραία κίτρινα άνθη, που ανήκει στην οικογένεια Σταυρανθών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πιερίδες — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Εννέα θνητές κόρες του βασιλιά της Πιερίας, Πιέρου, και της Ευδίππης. Είχαν συναγωνιστεί τις Μούσες σε ένα διαγωνισμό τραγουδιού στον Ελικώνα και είχαν νικηθεί. Οι θεοί τις λυπήθηκαν και τις μεταμόρφωσαν σε πουλιά …   Dictionary of Greek

  • ίβερης — και ίμπερη, η αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό τής τάξης καπαρώδη και τής οικογένειας σταυρανθή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. iberis (πρβλ. ιβηρίς)] …   Dictionary of Greek

  • διπινακίδιο — το γένος δικότυλων φυτών τής οικογένειας σταυρανθή …   Dictionary of Greek

  • ευρύδημο — το έντομο που παρασιτεί τα σταυρανθή …   Dictionary of Greek

  • κακίλη — η γένος φυτών τής οικογένειας σταυρανθή …   Dictionary of Greek

  • κοχλιάρια — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σταυρανθή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cochlearia < λατ. cochleare «κουτάλι» (< λατ. cochlea < κοχλίας) + κατάλ. ia] …   Dictionary of Greek

  • κράμβη — η (AM κράμβη, Μ και κράμπη) ονομασία φυτών που σήμερα συγκαταλέγονται στο γένος βράσσικα («κράμβης... εἶναι γένη τρία, τῆς τε καλουμένης ἁλμυρίδος και λειοφύλλου και σελινουσίης», Αθήν.) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… …   Dictionary of Greek

  • λεπίδι — και λεπίδιο, το (Α λεπίδιον και λεπίδιν και λεπίδι) νεοελλ. 1. έλασμα κοφτερού οργάνου, λεπίδα 2. μαχαίρι 3. (στον β τύπο) το λεπίδιο βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σταυρανθή 4. φρ. «έπεσε λεπίδι» α) έγινε μεγάλη και… …   Dictionary of Greek

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • ματθιόλα — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σταυρανθή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”